«Αυτό το άθλημα αποτυπώνει τη στενή σχέση που έχει ένα παιχνίδι με τη ζωή. Στο ποδόσφαιρο, σε αντίθεση με τις ταυρομαχίες, δεν υπάρχει θάνατος. Στο ποδόσφαιρο δεν σκοτώνεται κανείς. Το διασκεδάζεις, το απολαμβάνεις», είχε πει κάποτε μια ψυχή. Το δίκιο του βουνό, όμως είναι φορές που κάποια περιστατικά τον διαψεύδουν, βάζοντας κατάμαυρα στίγματα στην ιστορία του αθλήματος. Ένα από αυτά μπήκε σαν σήμερα, 2 Ιουλίου, πριν από 24 χρόνια, κι όποτε συνυπάρχει μάλιστα με το Παγκόσμιο Κύπελλο, όπως και τώρα, γίνεται ακόμα πιο επίκαιρο.
Ήταν η 13η του Μάρτη του 1967 όταν ήρθε στη ζωή στο Μεδεγίν της Κολομβίας ο Αντρές Εσκομπάρ. Μεγαλώνοντας, άνθρωποι του περιβάλλοντός του τον χαρακτήριζαν ως ένα ευγενές και χαμηλών τόνων άτομο, ένα πραγματικό παράδειγμα προς μίμηση. Το παρατσούκλι «ο τζέντλεμαν», άλλωστε, μιλά από μόνο του. Είχε τη φήμη ενός μορφωμένου ανθρώπου, με ευφράδεια λόγου, που αν δεν γινόταν ποδοσφαιριστής θα είχε σίγουρα θέση στο πανεπιστήμιο. Ωστόσο, η καρδιά του ανήκε στο όμορφο παιχνίδι. Άρχισε να παίζει στην τοπική Ατλέτικο Νασιονάλ της οποίας έμελλε να αποτελέσει είδωλο και στα 27 του χρόνια (έχοντας ήδη προλάβει να φορέσει τη φανέλα της εθνικής του ομάδας μια 50ριά φορές) είχε προσελκύσει το ενδιαφέρον των κατασκόπων της Μίλαν, στην οποία φερόταν να έχει συμφωνήσει να συνεχίσει την καριέρα του μετά το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1994.
Με τον ίδιο στην αποστολή, η εθνική ομάδα της Κολομβίας κατέβηκε στο Μουντιάλ των ΗΠΑ με τρομερά μεγάλες προσδοκίες. Ολοκλήρωσε αήττητη τη διαδικασία των προκριματικών, έχοντας στο ενεργητικό της κι ένα ασύλληπτο διπλό με 5-0 σε βάρος της Αργεντινής στο περίφημο «Μονουμεντάλ» του Μπουένος Άιρες στο φινάλε της διαδικασίας, που έστειλε την «αλμπισελέστε» να παλέψει για μια θέση στην τελική φάση του Μουντιάλ σε αγώνα μπαράζ κόντρα στην Αυστραλία. Η δυναμική της ήταν τέτοια που έκανε τον Πελέ να τη χαρακτηρίσει ως φαβορί για να κατακτήσει το τρόπαιο. Εντούτοις, στην πραγματικότητα τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά.
Το πράγμα άρχισε να στραβώνει από το ξεκίνημα της διοργάνωσης για τους «καφετέρος». H πρεμιέρα του τουρνουά τους επεφύλασσε ήττα από τη Ρουμανία με 3-1, έτσι η πίεση για νίκη στον δεύτερο αγώνα κόντρα στους διοργανωτές ήταν αφόρητη. Βαλντερράμα και Ασπρίγια είδαν τα σουτ τους τους να σταματούν στα δοκάρια στα πρώτα λεπτά του ματς κι ακολούθως ήρθε η καταστροφή. Στην προσπάθειά του να κόψει μια σέντρα που έφτασε από τα αριστερά στην περιοχή της ομάδας του, ο Εσκομπάρ άπλωσε το πόδι του και έστειλε την μπάλα στα δίχτυα του Όσκαρ Κόρδοβα, δίνοντας προβάδισμα στους αντιπάλους. Το τέλος του αγώνα βρήκε τους Αμερικανούς νικητές με 2-1, με συνέπεια η νίκη της Κολομβίας σε βάρος των Ελβετών με 2-0 τέσσερις μέρες αργότερα να μην έχει κανένα αντίκρυσμα.
Στη χώρα, οι αντιδράσεις για τον πρόωρο αποκλεισμό ήταν οργίλες. Πολλοί από τους Κολομβιανούς διεθνείς προτίμησαν να μείνουν στις ΗΠΑ για διακοπές μετά το τέλος των υποχρεώσεών τους μέχρι να κάτσει η σκόνη, όχι όμως και ο Εσκομπάρ. Ενάντια στην επιθυμία της οικογένειάς του επέστρεψε στη χώρα, συμβουλεύοντας εν τω μεταξύ όσους συμπαίκτες του έκαναν το ίδιο, ανάμεσά τους και το περιβόητο... party animal Φαουστίνο Ασπρίγια, να μείνουν για λίγες μέρες στο σπίτι τους, μακριά από φασαρίες.
«Μην αφήσετε την αποτυχία να επηρεάσει το πνεύμα σας. Θα τα ξαναπούμε, γιατί η ζωή συνεχίζεται», τόνισε φτάνοντας στην Μπογκοτά. Ταυτόχρονα, παρά το γεγονός ότι ο Τύπος ήταν έτοιμος να «ξεσκίσει» όλα τα μέλη της αποστολής, αντιμετώπισε τον Εσκομπάρ με επιείκεια, ακόμα και με χειροκροτήματα όταν μπήκε στην αίθουσα Τύπου γιατί «τουλάχιστον εσύ έχεις τα κότσια να μας κοιτάξεις στα μάτια», όπως είπε ένας από τους παρευρισκόμενους. «Πλέον, έχω το βλέμμα μου στραμμένο στο επόμενο Μουντιάλ», κατέληξε, όμως δεν έμελλε ούτε να βρεθεί εκεί, αλλά ούτε και να μιλήσει δημόσια ποτέ ξανά.
Λίγες μέρες μετά την επιστροφή του στην Κολομβία, το βράδι της 1ης Ιουλίου, ο Εσκομπάρ αγνόησε τη συμβουλή που είχε δώσει ο ίδιος στους συμπαίκτες του και μαζί με τρεις φίλους βγήκε για ποτό στη δισκοθήκη «Πάντουα» του Μεδεγίν. Τα ξημερώματα έπεσε πάνω στους αδελφούς Γκαγιόν, περιβόητους ντόπιους μαφιόζους, που άρχισαν να τον προκαλούν για το αυτογκόλ. Η αντιπαράθεση τελείωσε με τον Εσκομπάρ να δέχεται έξι σφαίρες στο στήθος από τον οδηγό και σωματοφύλακα των Γκαγιόν, Ουμπέρτο Μουνιός. Λέγεται, μάλιστα, ότι ο εκτελεστής φώναζε «αυτογκόλ» μετά από κάθε πυροβολισμό.
Ο Μουνιός καταδικάστηκε σε 43 χρόνια φυλάκισης για τον φόνο, όμως αποφυλακίστηκε στο 2005 (μετά από μόλις 11 χρόνια κάθειρξης) λόγω καλής διαγωγής, ενώ οι αδελφοί Γκαγιόν πέρασαν κάποιες μέρες στο κελί κι ακολούθως αφέθηκαν ελεύθεροι πληρώνοντας εγγύηση.
Ο Εσκομπάρ παραμένει σύμβολο για την Ατλέτικο Νασιονάλ. Οι οπαδοί, ακόμα κι αυτοί που ήταν πολύ μικροί σε ηλικία για να τον δουν να παίζει ή που δεν είχαν καν γεννηθεί όταν σκοτώθηκε πριν από 24 χρόνια, συνεχίζουν να αποτείνουν φόρο τιμής στο είδωλό τους με συνθήματα στους αγώνες της ομάδας. Ποδοσφαιρικές φανέλες, λοιπές μπλούζες και σημαίες με το πρόσωπο και το όνομά του κυκλοφορούν ακόμα, ενώ από το 2002 ένα άγαλμα με τη μορφή του ανεγέρθηκε στο Ροσάλες του Μεδεγίν.
H δήλωση της εισαγωγής ανήκει στον ίδιο τον Εσκομπάρ. Αυτό είχε πει στον συμπατριώτη του δημοσιογράφο, Γκονσάλο Μεδίνα, όταν ρωτήθηκε για τον λόγο που του αρέσει το ποδόσφαιρο. Τα ξημερώματα της 2ας Ιουλίου του 1994, ωστόσο, διαψεύστηκε κατά τραγικότατη ειρωνεία...